κατανοτίζω

κατανοτίζω
(Α κατανοτίζω)
υγραίνω πολύ (α. «κατανότισαν όλοι οι τοίχοι τού σπιτιού» β. «κατὰ δὲ γόος ἅμα χαρᾷ τὸ σὸν νοτίζει βλέφαρον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + νοτίζω «υγραίνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”